εἰσαγγελεύς — one who announces masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσαγγελέος — εἰσαγγελεύς one who announces masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εισαγγελέας — και εισαγγελεύς, ο, η (AM εἰσαγγελεύς, ο) νεοελλ. λειτουργός της δικαιοσύνης με κύρια καθήκοντα την άσκηση ποινικής δίωξης, τη διεύθυνση τής προδικασίας, την εκτέλεση τών αποφάσεων τών ποινικών δικαστηρίων, την επιτήρηση τών δικαστηρίων και τών… … Dictionary of Greek
εἰσαγγελεῖς — εἰσαγγέλλω go in and announce fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) εἰσαγγελεύς one who announces masc acc pl εἰσαγγελεύς one who announces masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγγελέων — εἰσαγγέλλω go in and announce fut part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) εἰσαγγελεύς one who announces masc gen pl εἰσαγγελέω̆ν , εἰσαγγελεύς one who announces masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγγελέως — εἰσαγγελέω̆ς , εἰσαγγελεύς one who announces masc gen sg εἰσαγγελεύς one who announces masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CHILIARCHUS — nomen officii, in regia olim Persarum aula. C. Nepos, Conone, c. 3. Posteaquam venit (Donon) primum ex more Persarum ad Chiliarchum, qui secundum Imperii gradum tenebat, Tithraustem accessit, seque ostendit cum Rege colloqui velle, nemo enim sine … Hofmann J. Lexicon universale
-ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… … Dictionary of Greek
Γιαλαμάς, Ασημάκης — (Άνω Μέλπεια Μεσσηνίας 1913 –). Δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος συνεργαζόμενος με τις εφημερίδες Ακρόπολις, Εσπερινή, Ελληνική, Ημερήσιος Κήρυξ, Βραδυνή, Ελεύθερη Ελλάδα, Δημοκρατική, Δημοκρατικός, Αλλαγή,… … Dictionary of Greek
εἰσαγγελεῖ — εἰσαγγέλλω go in and announce fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) εἰσαγγέλλω go in and announce fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) εἰσαγγελεύς one who announces masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγγελεῦσιν — εἰσαγγέλλω go in and announce fut part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) εἰσαγγέλλω go in and announce fut ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) εἰσαγγελεύς one who announces masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)